μεθίδρυσιν

μεθίδρυσιν
μεθίδρυσις
migration
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεθίδρυσις — μεθίδρυσις, ἡ (Α) [μεθιδρύω] 1. μετάθεση, μετακίνηση, μετοίκηση, μετεγκατάσταση («αἱ Μυκῆναι μείζονα ἐπίδοσιν λαβοῡσαι διὰ τὴν τῶν Πελοπιδῶν εἰς αὐτὰς μεθίδρυσιν», Στράβ.) 2. μετατροπή, μεταρρύθμιση («μηδεμιᾱς μεθιδρύσεως μηδὲ μετακοσμήσεως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”